exculpación - ορισμός. Τι είναι το exculpación
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι exculpación - ορισμός


exculpación      
sust. fem.
1) Acción y efecto de exculpar o exculparse.
2) Circunstancia que sirve para exonerar de culpa.
exculpación      
exculpación f. Acción de exculpar[se].
exculpación      
Sinónimos
sustantivo
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για exculpación
1. El doctor Chaussoy – quien más tenía que perder– se mostró satisfecho con la exculpación judicial.
2. Todas ellas sentencias muy tajantes pese a la exculpación el pasado 26 de julio, tras la reunión de París.
3. La defensa deberá ahora buscar la exculpación de Lucía Hiriart y de Marco Antonio Pinochet por la vía de la apelación del procesamiento. mvc/grg
4. Una acusación que desembocó en un baile de cifras sobre obras presupuestadas, licitadas o ejecutadas que cada partido exhibió a modo de exculpación.
5. La asistencia de la selección española de hockey a los Juegos Olímpicos de Pekín dependía de la exculpación de las dos jugadoras por parte de la Federación Internacional.
Τι είναι exculpación - ορισμός